Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
υμέναιος — I Αρχικά η λέξη δήλωνε το γαμήλιο τραγούδι που έλεγαν οι γυναίκες, οι οποίες συνόδευαν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Αργότερα όμως, σε ταύτιση με το όνομα Υμήν, σήμαινε και το θεό του γάμου, που τον απεικόνιζαν ως νέο, κάποτε φτερωτό, και γύρω… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
συριακός — ή, ό / συριακός, ή, όν, ΝΜΑ [Συρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Συρία ή στους Σύρους (α. «συριακή γλώσσα» παλαιά σημιτική γλώσσα ομιλούμενη στη Βόρεια Μεσοποταμία β. «συριακοί κώδικες» κώδικες ιδιωτικής συλλογής τού ρωμαϊκού και… … Dictionary of Greek